- νομάδας
- nomade
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… … Dictionary of Greek
νομάδας — νομάς roaming about for pasture masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιουρούκης — και γιουρούκος, κα, κισσα, κι άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruk «νομάδας»] … Dictionary of Greek
νομάς — ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) βλ. νομάδας … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
σκηνίτης — ο, ΝΑ, θηλ. σκηνίτισσα Ν, θηλ. σκηνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που ζει σε σκηνή ή καλύβα 2. συνεκδ. νομάδας αρχ. 1. φτωχός, άπορος άνθρωπος 2. ο κάτοχος στάβλου 3. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σκηνή («σκηνίτῃ δὲ βίῳ χρῶνται», Διόδ.).… … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Ρααβηνοί — Λαός που κατοικούσε κατά τον Πτολεμαίο (Γεωγρ. V, 18) στην έρημο της Αραβίας, στη μεθόριο με την Ευδαίμονα Αραβία. Φαίνεται ότι είναι οι ίδιοι με τους Ραμβαίους του Στράβωνα (XVI, 753) τους «εντός του Ευφράτου νομάδας», βασιλιάς των οποίων… … Dictionary of Greek